Κάποιοι πιστεύουν ότι η κάβα είναι χώρος πώλησης κρασιών και ποτών. Και τίποτα άλλο. Όντως, κάποτε αυτό ήταν (ως ένα βαθμό) σωστό. Και ίσως ακόμα κάποιες μικρές συνοικιακές κάβες να δίνουν έμφαση στην πώληση του κρασιού, παράλληλα με την πώληση άλλων προϊόντων, όπως π.χ. ξηρών καρπών, κλπ. Οι σύγχρονες κάβες όμως είναι πλέον (ευτυχώς) πολύ μακριά από αυτό το μοντέλο. Κι αυτό γιατί ανήκουν σε ανθρώπους που αγαπούν το κρασί, που έχουν γνώση και όρεξη, και που προσπαθούν με κάθε τρόπο να εκπαιδεύσουν την αγορά, επενδύοντας χρόνο, κόπο και χρήμα στη διοργάνωση εκδηλώσεων, παρουσιάσεων, δοκιμών, κλπ.

Τα (ξανα)λέω όλα αυτά με αφορμή τη χτεσινή παρουσίαση που έγινε στην Κάβα Λίθοινον, στη Σαρωνίδα (Λεωφ. Σαρωνίδας 122 / 22910-60257). Στη συγκεκριμένη κάβα έχω αναφερθεί πολλές φορές, και είμαι σίγουρος ότι θα το ξανακάνω πολλές φορές ακόμα, καθώς το Λίθοινον ανήκει στους "μπροστάρηδες" της παραπάνω μοντέρνας σχολής στον κλάδο της Κάβας.

Χτες λοιπόν, το Λίθοινον φιλοξενούσε τον Lionello Marchesi και τα κρασιά του, που προέρχονται από τα τρία οινοποιεία του στην Τοσκάνη. Ο παραγωγός ήταν ο ίδιος εκεί, και με χαρά υποδεχόταν τους οινόφιλους που έσπευσαν να τον γνωρίσουν. Ήταν ομιλητικός και συμπαθέστατος, αν και φανερά προβληματισμένος για την όχι τόσο μεγάλη επιτυχία της φετινής έκθεσης Vinitaly, αλλά και για την τραγωδία που προκάλεσε πρόσφατα ο Εγκέλαδος μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από τα μέρη του.


Η δοκιμή των κρασιών του Lionello Marchesi είναι από μόνη της ένα ταξίδι στην Τοσκάνη, καθώς τα κτήματά του βρίσκονται σε τρεις πολύ σημαντικές οινοπαραγωγικές ζώνες της περιοχής: το Castello di Monastero βρίσκεται στο Chianti Classico, το ColdiSole βρίσκεται στο Montalcino, ενώ το Poggio alle Sughere βρίσκεται στην παραθαλάσσια Maremma.

Δοκιμάσαμε 7 κρασιά (1 λευκό και 6 ερυθρά), τα οποία είναι όλα ιδιαίτερα ποιοτικά και έχουν ως κοινό παρονομαστή την σωστή σχέση ποιότητας-τιμής. Ξεκινήσαμε με το καλοφτιαγμένο Chardonnay 2007, στο οποίο η παρουσία του δρύινου βαρελιού ήταν κομψή και διακριτική, και συνεχίσαμε με το Rosso di Montalcino 2006 - ομολογώ ότι ποτέ δεν ήμουν φαν του Rosso di Montalcino, ίσως επειδή αναπόφευκτα το κρασί αυτό συγκρίνεται (και χάνει) με τον μεγάλο αδερφό του, το Brunello. Ωστόσο, το Rosso του ColdiSole, εν προκειμένω, είναι από τις λίγες εξαιρέσεις που κάνω, καθώς το θεωρώ πολύ αξιόλογο για την τιμή του (€20 λιανική). Μου άρεσε το Castello di Monastero Chianti Classico Riserva 2004, αν και αρκετά κλειστό ακόμα. Βρήκα επίσης το ColdiSole Brunello di Montalcino 2003 όμορφα πληθωρικό, αλλά αρκετά κομψό και ευγενές, σε σχέση με την απίστευτα ζεστή χρονιά του. Απ' ότι μου εξήγησε ο ίδιος ο κύριος Marchesi, λόγω του καύσωνα του 2003 περιόρισαν την παραγωγικότητα των κλημάτων, ενώ τρύγησαν πολύ νωρίς. Κατάφεραν έτσι να φτιάξουν ένα ασυνήθιστα (για την συγκεκριμένη εσοδεία) ευγενές Brunello, έστω κι αν είχαν αισθητά μικρότερη παραγωγή εκείνη τη χρονιά.

Το Brunello di Montalcino Riserva 2001 του ίδιου κτήματος είναι από τα κρασιά που ξεχώρισα από χτες. Γεμάτο, ρωμαλέο και πλούσιο σε όλα του, είναι ένα κρασί αρκετά έτοιμο (ειδικά για μεγάλες κρεατοφαγίες), αν και έχει... όλη τη ζωή μπροστά του. Ολοκληρώσαμε με τα δύο Super Tuscans του Marchesi: το Splendido 2001 από το Poggio alle Sughere στη Maremma, ένα βελούδινο χαρμάνι Sangiovese και Merlot, καθώς και το Infinito 2001 από το Castello di Monastero στο Chianti Classico, ένα στιβαρό χαρμάνι Sangiovese και Cabernet Sauvignon. Το τελευταίο είναι μάλλον το κρασί που ξεχώρισα από όλα της βραδιάς, όχι μόνο λόγω της ποιότητας και της πολυπλοκότητας που βγάζει σε μύτη και στόμα, αλλά και λόγω της καλής του τιμής - η λιανική των €35 είναι εξαιρετική για την κατηγορία και το επίπεδό του.

Όλα τα παραπάνω κρασιά εισάγονται και διατίθενται στην Ελλάδα από την εταιρεία New Age Media, που ειδικεύεται στο ποιοτικό κρασί, τόσο από τον παλαιό, όσο και από το νέο κόσμο. Εγώ περιμένω τις επόμενες εκδηλώσεις που θα διοργανώσει το Λίθοινον - δεν αργεί μάλιστα και ο επόμενος Μαραθώνιος, που ακούγεται ότι θα επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις, καθότι θα είναι επετειακός - ενώ με τον κύριο Marchesi ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την Τοσκάνη, για να γνωρίσω τη φιλοσοφία και τη δουλειά του καλύτερα, εκ των έσω...

 

Λοιπόν, όσοι με καλούν στο σπίτι τους για φαγητό (το λέω γιατί δεν ξέρεις ποτέ...) πρέπει να γνωρίζουν ότι, εκτός των κρασιών, με τα οποία μου αρέσει πάντα να "ντύνω" το γεύμα - εφόσον ο οικοδεσπότης ή η οικοδέσποινα δεν έχουν πρόβλημα, βεβαίως - έχω και μία μανία με τα τυριά. Συχνά μάλιστα, σχεδιάζω και επιμελούμαι ενός ολοκληρωμένου "cheese & wine session" (κατά τα Αγγλοσαξωνικά πρότυπα) ένα στάδιο πριν το επιδόρπιο, ταιριάζοντας διαφορετικά τυριά με ξηρά αλλά και ημίξηρα ή γλυκά κρασιά.

Τις δύο τελευταίες φορές που έγινε αυτό περάσαμε πολύ ωραία (όχι μόνο λόγω των τυριών και των κρασιών μου, εννοείται...). Η πιο πρόσφατη, απ' όπου και η φωτογραφία, ήταν ένα εξαιρετικό dinner στο σπίτι του φίλου και μαθητή στο τελευταίο Σεμινάριο Απόλαυσης του Κρασιού Νικόλα, στην Πολιτεία. Το πλατώ τυριών που βλέπετε περιλαμβάνει το αγαπημένο μου Pecorino stagionato από τη Σαρδηνία, μία γλυκιά και φοβερά ασυνήθιστη Ιταλική Παρμεζάνα από βουβαλίσιο γάλα, μία πικάντικη ημι-παλαιωμένη γραβιέρα από το Ρέθυμνο, το εκπληκτικό (γι αυτό και πολυ-βραβευμένο) σκληρό Μανούρι αέρος από τη Βλάστη, καθώς και το πεντανόστιμο ελαφρά καπνιστό Tomme de Chevre. Τα κρασιά που συνόδευσαν αυτή την πανδαισία ήταν, εκτός από το τέλειο Château Palmer 1998 του κυρίου πιάτου, δύο Ελληνικά γλυκά: Το Ηλίου Τέχνη (Αγιωργίτικο) από το Κτήμα Παλυβού και η πανέμορφη Espera (Gewurztraminer) από τη Σεμέλη Οινοποιητική.

Η αμέσως προηγούμενη μάζωξη που είχα την ευκαιρία να "ντύσω" με τυριά και κρασιά είχε και ένα ακόμα πιο ενδιαφέρον στοιχείο: ήταν το δεύτερο δείπνο που διοργανώναμε τρεις bloggers που γίναμε φίλοι μέσα από την κοινή μας ενασχόληση στη μπλογκόσφαιρα, αλλά και την αγάπη μας για το καλό φαγητό, το καλό κρασί και την καλή παρέα: η Ιωάννα (γνωστή και ως Foodjunkie), ο Μπαμπάκης με τα Οινομαγειρέματά του, κι εγώ (και οι σύζυγοί μας, εννοείται). Η δεύτερη αυτή συνάντηση έγινε στο σπίτι του Μπαμπάκη στου Παπάγου, και τα τυριά ήταν σχεδόν τα ίδια με τα παραπάνω, με τη διαφορά ότι αντί για μανούρι και παρμεζάνα βουβαλίσια, το πλατώ εδώ περιελάμβανε ένα απαλό Brie και ένα κομψότατο Comté. Τα δε κρασιά που τα συνόδευσαν ήταν, εκτός από τις 5 εσοδείες της κάθετης δοκιμής Ράμνιστας που είχε ετοιμάσει ο Μπαμπάκης για το κύριο πιάτο, το απίστευτα ευγενές Passito (Malvasia delle Lipari) του Hauner από τη Σικελία, καθώς και ο εντυπωσιακά αρωματικός Μελίτης (Μοσχάτο) από το Κτήμα Αβαντίς. Από το όμορφο αυτό γεύμα δεν έχω φωτογραφίες των τυριών να σας δείξω, κι αυτό γιατί, όταν θυμηθήκαμε να τραβήξουμε φωτογραφίες, είχαμε ήδη καταβροχθίσει τα τυριά, ενώ τα κρασιά είχαν σχεδόν "στερέψει"! Σας έχω όμως κάτι καλύτερο: links στα blogs της Ιωάννας και του Μπαμπάκη (καθώς συντονίσαμε τις δημοσιεύσεις μας επί τούτου), όπου θα βρείτε φωτογραφίες, περιγραφές, αλλά και (ίσως το σημαντικότερο) συνταγές από τα εξαιρετικά εδαίσματα του δείπνου.

Παρεμπιπτόντως, και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, προμηθεύτηκα τα τυριά από μερικά από τα εξαιρετικά μέρη που μπορεί κανείς να βρει ποιοτικά Ελληνικά και ξένα τυριά εδώ στα Βόρεια - καθότι εμείς εδώ πάνω δεν έχουμε, δυστυχώς, Provence... Τα καταστήματα λοιπόν που εγώ προτιμώ για τυριά στην ευρύτερη περιοχή είναι το Botteghino (για εξαιρετικά Ιταλικά τυριά και όχι μόνο) και το Εmpire Taste (για Κρητικά τυριά αλλά επίσης όχι μόνο) στη Νέα Ερυθραία, καθώς και το Antonia's Privé (για εκλεκτά Γαλλικά τυριά, κάποια από τα οποία προμηθεύεται από το Provence) στην Πολιτεία.

Παιδιά, το επόμενο δείπνο θα είναι σε εμάς, και σύντομα!...


 

Ήθελα να σας ενημερώσω εγκαίρως για να μην ξεχαστούμε, καθώς οι τελευταίοι δύο μήνες πέρασαν πολύ γρήγορα...

Αυτό το Σάββατο, λοιπόν, 11 Απριλίου, κυκλοφορεί μαζί με την Καθημερινή ο Πασχαλινός Οινοχόος. Αναμένεται να είναι ένα πλούσιο και εορταστικό τεύχος, με ενδιαφέρουσα οινική ύλη από την Ελλάδα και το εξωτερικό, καθώς και όμορφες επίλογές από τον Ελληνικό και το διεθνή αμπελώνα, για το Πασχαλινό τραπέζι - και όχι μόνο.

Καλή ανάγνωση!...


 

Τον σύνδεσμο των απανταχού ανά τον κόσμο γαστρονόμων που ακούει στο όνομα La Chaîne des Rôtisseurs, τον γνώριζα από καιρό. Μέχρι πρότινος, όμως, δεν είχα τη χαρά να γνωρίσω από πρώτο χέρι τις δραστηριότητες των μελών του εδώ στην Ελλάδα. Αυτό άλλαξε τις προάλλες, όταν ο φίλος μου ο Κώστας με προσκάλεσε να παραβρεθώ σε ένα από τα δείπνα του συνδέσμου, το οποίο ήταν μία ενδιαφέρουσα - και ιδιαίτερα γευστική - εμπειρία.

Τα μέλη της Chaîne des Rôtisseurs είναι κατ' αρχάς άνθρωποι που αγαπούν την καλή ζωή, ειδικά όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τη γαστρονομία. Σύμφωνα με τον όρκο των Rôtisseurs, κάθε μέλος πρέπει "να τιμά την τέχνη της κουζίνας και τον πολιτισμό του τραπεζιού", και βέβαια να σέβεται τα αδερφά μέλη και γενικά τους συνδαιτυμόνες του κατά τη διάρκεια ενός δείπνου. Η Chaîne des Rôtisseurs έχει ιστορία αιώνων, καθώς ιδρύθηκε από τους ιππότες της Αυλής του Γαλλικού θρόνου το 1248. Στην Ελλάδα - όπως και σε όλο τον κόσμο - έχει την δική της δομή και ιεραρχία, διοργανώνει τακτικά δείπνα υψηλής γαστρονομίας για τα μέλη της, εκδρομές, ταξίδια, καθώς και δραστηριότητες ανταλλαγής γαστρονομικού πολιτισμού με αδερφούς συνδέσμους από άλλες χώρες.

Το δείπνο στο οποίο είχα το προνόμιο να παρευρεθώ, έλαβε χώρα προχτές, Πέμπτη 2 Απριλίου, στο εστιατόριο Wine Gallery του Ξενοδοχείου Life Gallery, στην Εκάλη. Το γεύμα ήταν πέντε πιάτων, τα οποία ήταν τα ακόλουθα (με τη σειρά κατά την οποία σερβιρίστηκαν):

* Foie-gras σχάρας με φακές σαλάτα, πανακότα ψητού αχλαδιού και σάλτσα με οξυμέλι και μούστο, * Σούπα σκορπίνας με ξυνό τραχανά και αυγοτάραχο Μεσολογγίου, * Σαλάτα mesclun με χειροποίητο καπνιστό σολωμό και αφρό από lime, * Sorbet από ξινόμηλο, αρωματισμένο με Calvados, * Λαγός σιγομαγειρεμένος με baby carrots και coulis φάβας, με πατέ από το συκώτι του και σάλτσα με μέλι και λεμόνι, και * Παβέ λευκής σοκολάτας Grand Cru Ivoire και μαύρης σοκολάτας Grand Cru Caraibe και coulis λευκού κρασιού με ροζ πιπέρι.

Τα κρασιά της βραδιάς ήταν χορήγία του Δημήτρη Χατζημιχάλη, ο οποίος είναι και ο ίδιος μέλος της Chaîne des Rôtisseurs. Η επιλογή περιελάμβανε όχι μόνο κρασιά από το Κτήμα Χατζημιχάλη, αλλά και εισαγόμενες ετικέτες της εταιρείας ΔΗΜΗΤΕΡ, που συνόδευσαν τέλεια όλα τα πιάτα, ξεκινώντας με ένα πολύ κομψό Crémant de Bourgogne του 2005 και ολοκληρώνοντας με ένα Tawny Reserve Port από την Quinta do Noval.

Στο τέλος του γεύματος, ως είθισται στα δείπνα της Chaîne des Rôtisseurs, οι ομάδες τόσο της κουζίνας όσο και της σάλας, που ήταν υπεύθυνες για την επιτυχή διεξαγωγή της βραδιάς, παρουσιάστηκαν και χειροκροτήθηκαν από όλους.

Παρακάτω μπορείτε να δείτε φωτογραφίες από τα πιάτα του δείπνου - για την ποιότητα των οποίων όμως ζητάω την κατανόησή σας, καθώς, για λόγους διακριτικότητας, χρησιμοποίησα την κάμερα του κινητού μου.


Ελπίζω ότι θα έχω κι άλλες ευκαιρίες στο μέλλον να παραστώ σε αντίστοιχα όμορφα δείπνα της Chaîne des Rôtisseurs. Στο μεταξύ, όποιος ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερες πληροφορίες για την Chaîne des Rôtisseurs, μπορεί να επισκεφτεί την επίσημη ιστοσελίδα της στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.chaine-des-rotisseurs.net.

 

Ποιος έχει αναρωτηθεί άραγε ποιες είναι οι πραγματικές τιμές κόστους των μεγάλων Γαλλικών κρασιών; Πόσο δηλαδή κοστίζει στον ίδιο τον παραγωγό το σταφύλι (είτε προέρχεται από ιδιόκτητα αμπέλια είτε αγοράζεται), συν όλες οι περαιτέρω διαδικασίες, για να προκύψει τελικά ένα κρασί περιορισμένης παραγωγής, που θα κοστίζει (κατ' επέκταση)  μία μικρή περιουσία ανά φιάλη;

Η διεύθυνση του Γαλλικού περιοδικού οίνου La Revue du vin de France είχε την ίδια απορία, λοιπόν, και βάλθηκε να βρει απαντήσεις. Μετά από έρευνα λοιπόν, οι συντάκτες του περιοδικού υπολόγισαν ότι η Σαμπάνια Dom Perignon έχει τελικό κόστος παραγωγής €22,28 ανά φιάλη (η εσοδεία 2000 κυκλοφόρησε σε 5 εκατομμύρια φιάλες, με μέση λιανική τιμή €129), το μυθικό Château Pétrus έχει κόστος παραγωγής €30 ανά φιάλη (η πολυδιαφημισμένη εσοδεία 2005 κυκλοφόρησε σε 32000 φιάλες, με μέση λιανική τιμή €4500), ενώ ο "Βασιλιάς της Βουργουνδίας", το Domaine Georges Roumier Chambolle Musigny 1er Cru κοστίζει στον παραγωγό γύρω στα €30 ανά φιάλη (η εσοδεία 2006 κυκλοφόρησε σε μόλις 450 φιάλες, με αδιαπραγμάτευτη λιανική τιμή €1500).

Στο σημείο αυτό πρέπει να σας πω ότι, στον αντίποδα, το ελάχιστο κόστος μόνο των περιφερειακών στοιχείων γύρω από το κρασί εδώ στην Ελλάδα (φιάλη, φελλός, ετικέτα, καψύλι, συσκευασία, μεταφορικά, εργατικά, κλπ) είναι γύρω στο €1 ανά φιάλη. Προφανώς το κόστος αυτό ανεβαίνει όταν κάποιος χρησιμοποιεί κορυφαία προϊόντα και υπηρεσίες για να διαφυλάξει την ποιότητα του κρασιού του, δύσκολα όμως κατεβαίνει, ακόμα και όταν πρόκειται για ένα πολύ φτηνό προϊόν.

Αυτό, για να το σκεφτεί διπλά όποιος (που δεν νομίζω ότι θα είναι αναγνώστης αυτών των σελίδων έτσι κι αλλιώς...) πιθανώς δελεαστεί από τις προσφορές που κάνουν οι μεγάλες αλυσίδες εκπτωτικών σούπερ μάρκετ κάθε εβδομάδα, προσφέροντας κρασιά - και μάλιστα με ονομασία προέλευσης - σε "σκοτωμένες" τιμές γύρω στα €2, και για να αναρωτηθεί για την ποιότητα του περιεχομένου κάθε τέτοιας φιάλης πριν αποφασίσει να την αγοράσει...


 

Δύσκολα θα βρεθεί άνθρωπος που αγαπάει τα κίτρινα τυριά και δεν είναι φαν του πεκορίνο. Επειδή εμείς, η παρέα του ταξιδιού της Τοσκάνης, αποδειχτήκαμε όλοι φίλοι του φημισμένου αυτού πρόβειου Ιταλικού τυριού, το επισκεφτήκαμε στην πατρίδα του, την όμορφη Pienza. Πρόκειται για μία αναγεννησιακή πόλη που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διάσημες για τα κρασιά τους πόλεις της Τοσκάνης, το Montalcino και το Montepulciano. Περιτριγυρισμένη από καταπράσινα λιβάδια και βοσκοτόπια, η Pienza θεωρείται η πατρίδα του πεκορίνο της Τοσκάνης (Pecorino Toscano).


Οικοδεσπότες μας στην επίσκεψη γνωριμίας με το πεκορίνο της Τοσκάνης ήταν σε αυτό το ταξίδι οι ιδιοκτήτες του τυροκομείου Gugusi, που είναι μικρό και παραδοσιακό, αλλά από τα πιο φημισμένα της περιοχής. Το τυροκομείο αυτό έχει δικά του πρόβατα και βοσκοτόπια και παράγει πεκορίνο διαφόρων στυλ, καθώς και Ricotta, το λευκό μαλακό Ιταλικό τυρί που μοιάζει (αλλά κατ' εμέ είναι πολύ πιο γευστικό) στο cottage cheese. Το τυροκομείο Gugusi ιδρύθηκε το 1960 και μέχρι σήμερα φημίζεται για την ποιότητα αλλά και τη γεύση των τυριών του.


Μαζί με τους ιδιοκτήτες δοκιμάσαμε 5 διαφορετικούς τύπους πεκορίνο, τα οποία συνοδεύσαμε με κρασί, καθώς και με ειδικές μαρμελάδες και confit. Ξεκινήσαμε με το φρέσκο πεκορίνο (Il Fresco), ένα απίστευτα γευστικό μαλακό κίτρινο τυρί με πικάντικη γευση. Το φρέσκο πεκορίνο δεν εξάγεται, καθώς έχει διάρκεια ζωής κάτι παραπάνω από μία εβδομάδα. Ωριμάζει για 15 ημέρες και τρώγεται σκέτο με λευκό κρασί ή ελαφρά ψημένο, πάνω σε ψωμί. Συνεχίσαμε με το ημι-παλαιωμένο πεκορίνο (Il Semistagionato), το οποίο ωριμάζει για 2-3 μήνες. Χαρακτηριστική είναι η "φλούδα" του, η οποία έχει περαστεί με πηχτό πελτέ ντομάτας, για αυτό και, όχι μόνο τρώγεται, αλλά είναι και ιδιαίτερα γευστική. Εμείς μάλιστα την δοκιμάσαμε μαζί με ένα απίστευτα νόστιμο confit από γλυκό κόκκινο κρεμμύδι και ήταν απλά μαγικό! Στη συνέχεια δοκιμάσαμε το Pecorino Gran Riserva, που οι ίδιοι οι παραγωγοί αποκαλούν τον "Πρίγκηπα" των τυριών. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά νόστιμο τυρί που παλαιώνει για περίπου 2 χρόνια, ωστόσο η φλούδα του περνιέται τακτικά με ελαιόλαδο για να μη χάνει την ελαστικότητά της. Με τον τρόπο αυτό το τυρί, παρότι μακράς παλαίωσης, παραμένει όμορφα νωπό στο κέντρο του. Εν τω μεταξύ, πρέπει να σας πω ότι η βελούδινη μαρμελάδα αχλάδι με την οποία το συνδυάσαμε το απογείωσε! Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασαν και τα 2 "ζυμωμένα" πεκορίνι (I Pecorini Fermentati) που δοκιμάσαμε. Τα τυριά αυτά λέγονται έτσι επειδή κατά τους τελευταίους μήνες της ωρίμανσής τους κλείνονται σε ένα μεγάλο πήλινο κιούπι, όπου και ζυμώνονται. Η διαδικασία αυτή δίνει μία ιδιαίτερη, πικάντικη νότα στη γεύση του τυριού. Εμείς δοκιμάσαμε ένα πεκορίνο ζυμωμένο σε φύλλα καρυδιάς - και αυτό το "nuttiness" έβγαινε εμφανώς στο στόμα - καθώς και ένα άλλο που ζυμώθηκε σε οινολάσπες από το περίφημο κρασί της ευρύτερης περιοχής Vino Nobile de Montepulciano, και αυτός είναι ο λόγος που ονομάζεται Ubriaco, δηλαδή "μεθυσμένο"!...

Δοκιμάσαμε όμως και τη Ricotta του τυροκομείου. Το τυρί αυτό παράγεται από το τυρόγαλο που περισσεύει από την παρασκευή του πεκορίνο, μία πρώτη ύλη που μέχρι πρότινος - πριν η Ricotta γίνει μόδα - θεωρούνταν "απομεινάρι" και πετιόταν. Εγώ οφείλω να ομολογήσω ότι στο παρελθόν δεν είχα την Ricotta σε ιδιαίτερη εκτίμηση, καθώς την θεωρούσα άνοστη. Οι Gugusi όμως μου άλλαξαν πανηγυρικά τη γνώμη, και από εδώ και πέρα θα την αναζητώ. Δεν ξέρω βέβαια αν στην εντύπωσή μου αυτή έπαιξε ρόλο το όλο ειδυλλιακό σκηνικό, η γενικότερη καλή διάθεση της παρέας κατά την διάρκεια της επίσκεψης και της γευσιγνωσίας, ή ο συνδυασμός της Ricotta με την "άπαιχτη" μαρμελάδα δαμάσκηνο που παράγει η περιοχή, από την γηγενή ποικιλία δαμάσκηνου Coscia di Monaca, που σημαίνει... το μπούτι της καλόγριας!...


Η επίσκεψή μας στο τυροκομείο Gugusi ήταν ενδιαφέρουσα και άκρως απολαυστική, γι αυτό και κανείς στο τέλος δεν ήθελε να φύγει! Για να μπείτε λίγο στο πνεύμα της παραγωγής, αλλά και της γευσιγνωσίας του Pecorino Toscano και των διαφορετικών του μορφών, μπορείτε να δείτε το παρακάτω βιντεάκι, που οι Gugusi είχαν την καλοσύνη να μου δώσουν. Βεβαια είναι στα Ιταλικά, αλλά είμαι σίγουρος ότι - ακόμα και για όσους δεν κατέχουν τη γλώσσα - οι εικόνες μιλούν από μόνες τους!...